τριταγωνιστώ

τριταγωνιστώ
-έω, Α [τριταγωνιστής]
1. είμαι τριταγωνιστής σε παράσταση
2. μτφ. είμαι δευτερεύον πρόσωπο σε μια υπόθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”